Η τυπική ανατομία των σπουδαιότερων ενδοκοιλιακών αγγείων: Η (κοιλιακή) αορτή μετά την έκφυση των δύο νεφρικών αρτηριών «κατεβαίνει» μέσα στην κοιλία αμέσως μπροστά και προς τα αριστερά από την σπονδυλική στήλη. Διχάζεται στις δύο λαγόνιες αρτηρίες (περίπου στό ύψος που αντιστοιχεί στο επίπεδο του ομφαλού μας) που τροφοδοτούν με αίμα τα σπλάγχνα της κοιλίας και τα πόδια μας. Οι λαγόνιες αρτηρίες μεταπίπτουν στις κοινές μηριαίες αρτηρίες στο ύψος του ριζομηρίου (στις βουβωνικές χώρες).
Η τυπική εντόπιση του ανευρύσματος της κοιλιακής αορτής: στο 95% των περιπτώσεων προσβάλλεται η αρτηρία κάτω από το επίπεδο των νεφρικών αρτηριών. Στους μισούς περίπου ασθενείς με ανεύρυσμα της κοιλιακής αορτής συνυπάρχει και ανεύρυσμα στις λαγόνιες αρτηρίες.
Ευμέγεθες ανεύρυσμα της κοιλιακής αορτής (μέγιστη διάμετρος περίπου 9 εκατοστά) το οποία διεγνώσθη τυχαία κατά την κλινική εξέταση. Ο ασθενής είχε παραπεμφθεί στον αγγειοχειρουργό για φλεβική ανεπάρκεια. Η προσεκτική και καθολική εξέταση αποκάλυψε την αγγειακή βλάβη.
Οι παραπάνω εικόνες δείχνουν τη γειτνίαση της κοιλιακής αορτής με την σπονδυλική στήλη. Πολλοί ασθενείς με ανεύρυσμα εμφανίζουν πόνο στη μέση και συχνά επισκέπτονται ορθοπεδικό ιατρό για θεραπεία οσφυαλγίας. Η παρουσία επίμονης οσφυαλγίας σε ασθενή με ανεύρυσμα της κοιλιακής αορτής μπορεί να σημαίνει απότομη αύξηση του μεγέθους του ανευρύσματος ή και επαπειλούμενη ρήξη.
Η σύγχρονη μέθοδος αποκατάστασης του ανευρύσματος της κοιλιακής αορτής: η ενδαγγειακή (ή «κλειστή «) ανευρυσματεκτομή. Πρόκειται για την είσοδο από τις μηριαίες αρτηρίες ενός συνθετικού υλικού που ενισχύει εκ των έσω το άρρωστο τοίχωμα της αορτής «σφραγίζοντας» το ανεύρυσμα.